- γραμματοφυλακείον
- γραμματοφυλάκιο[ν] τό см. γραμματοθήκη
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραμματοφυλακεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοφυλακεῖα — γραμματοφυλακεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοφυλακείου — γραμματοφυλακεῖον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοφυλακείων — γραμματοφυλακεῖον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοφυλακείῳ — γραμματοφυλακεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)